ΖΑΝ-ΜΠΑΤΙΣΤ ΜΠΟΝΤΕΝ, γιατρός και δηµοκρατικός.
Του Γ.Πρετεντέρη
Το 1849 εκλέγεται βουλευτής στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Είναι η εποχή µιας έντονης αντικοινοβουλευτικής προπαγάνδας, η οποία αποσκοπεί στην αποδυνάµωση της ∆εύτερης ∆ηµοκρατίας προς όφελος ενός «ισχυρού άνδρα». Όλες οι λαικίστικες φυλλάδες (τότε δεν είχαν πρωινάδικα, ούτε καν τηλεόραση...) βυσσοδοµούσαν κατά των βουλευτών µε το επιχείρηµα «ενώ ο λαός πεινάει, αυτοί παίρνουν ηµερήσιο επίδοµα είκοσι πέντε φράγκα!» – σαν να µην πέρασε µια µέρα, ε;
Στις 2 ∆εκεμβρίου 1851, ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης (ήδη πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας) κάνει πραξικόπηµα. Η αντικοινοβουλευτική προπαγάνδα αποδεικνύεται αποτελεσµατική, κανείς δεν αντιστέκεται στον στρατό που κατεβαίνει στο Παρίσι. Η δηµοκρατία καταρρέει απροστάτευτη. Ο λαός παραδίδεται στον Σωτήρα.
'Ολοι; Όχι. Ο Μποντέν µε ελάχιστους συναδέλφους του τρέχει στις γειτονιές, προσπαθούν να ξεσηκώσουν τους εργάτες. Στη γωνία της οδού Σεντ-Μαργκερίτ στήνουν ένα αυτοσχέδιο οδόφραγµα. Ο κόσµος χαζεύει, χωρίς να αντιδρά. Από την Πλατεία της Βαστίλλης πλησιάζει το 19ο Σύνταγµα Πεζικού.
Οι βουλευτές προτρέπουν τον κόσµο να βοηθήσει να κρατήσουν το οδόφραγµα. Να αντισταθεί.
– Σιγά που θα σκοτωθούμε, για να παίρνετε εσείς είκοσι πέντε φράγκα την ηµέρα, ήταν η απάντηση των τότε αγανακτισµένων µε τα προνόµια των βουλευτών.
Ο Μποντέν αρπάζει την τρίχρωµη σηµαία, ανεβαίνει µόνος του στο οδόφραγµα και απαντάει πικρόχολα κι ειρωνικά:
– Τώρα, λοιπόν, θα δείτε πώς πεθαίνουν για είκοσιπέντε φράγκα την ηµέρα!
Σκοτώθηκε ακαριαία– δεν είχε συµπληρώσει τα σαράντα του χρόνια. Το πραξικόπηµα επιβλήθηκε.
Αυτήν την παλιά ιστορία µού θύµισε το κλίµα των ηµερών.
'Οχι πως δεν λέγονται σωστά και καίρια πράγµατα από τους βουλευτές – κάποια µακάρι να είχαν ειπωθεί νωρίτερα! Αλλά να, έχω την αίσθηση πως γίνεται πολλή κουβέντα για το λαϊκό αίσθηµα κι ελάχιστη για το δηµόσιο συµφέρον. «Τι αντέχουµε, τι θα πούµε, πώς θα κυκλοφορήσουµε». Αλλά όχι «τι πρέπει να κάνουµε».
Θα μου πείτε ότι ο βουλευτής οφείλει να αφουγκράζεται το λαϊκό αίσθηµα, καµία αντίρρηση. Ενίοτε, όµως, οφείλει και να το αντιµετωπίζει. Να ηγείται και όχι να ακολουθεί.
Ισως είναι δύσκολο να περάσουµε από τη µία λογική στην άλλη. Επί δεκαετίες, οι πολιτικοί (και όχι µόνο...) έµαθαν να κυνηγούν την εύνοια των ψηφοφόρων, λέγοντας αυτά που θέλουν να ακούσουν και κάνοντας αυτά που τους ζητούν. ∆εν αντέχουν να µην είναι αρεστοί.
Ετσι, φτάσαµε εδώ που φτάσαµε.
Ενώ ο παλαιός γάλλος συνάδελφός τους ίσως τους εξηγούσε ότι καθήκον του πολιτικού είναι να προασπίζεται το δηµόσιο συµφέρον. Κατά πάντων. Ακόµη και µόνος του. Ακόµη κι εναντίον του λαϊκού αισθήµατος. Εστω και µόνο για είκοσι πέντε φράγκα την ηµέρα.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου